Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Κλάψε, Καρδιά, αλλά ποτέ μη σπάσεις…


“Κάθε ημέρα ξυπνάμε ελαφρώς αλλαγμένοι κι ο άνθρωπος που ήμασταν χτες, έχει πεθάνει”,έγραψε ο John Updike, “τότε γιατί φοβόμαστε τον θάνατο, αφού έρχεται πάντα;” 
Ενώ μισό αιώνα νωρίτερα ο Montaigne είχε θέσει το ίδιο ερώτημα λίγο διαφορετικά:
“Το να θρηνούμε ότι δε θα ζούμε σε εκατό χρόνια από τώρα, είναι το ίδιο τρελό με το να λυπόμαστε, γιατί δεν ήμασταν ζωντανοί εκατό χρόνια πριν.” 
Αν το ερώτημα και η ιδέα του θανάτου παραμένουν άλυτα στο μυαλό των ενηλίκων, τότε πώς και πόσο, πραγματικά, μπορούν τα παιδιά να καθησυχάσουν μέσα από την κατανόηση και την παρηγόρια;
Το βιβλίο, που προστίθεται με αξιώσεις στη σειρά βιβλίων που σκοπό έχουν να βοηθήσουν τα παιδιά να κατανοήσουν την έννοια του θανάτου, φέρει τον υπέροχο τίτλο:  Cry, Heart, But Never Break (public library), και ανήκει στον αγαπημένο Δανό συγγραφέα παιδικών βιβλίων Glenn Ringtved, με την εικονογράφηση της Charlotte Pardi.
Ο Ringtved έχει εμπνευστεί από την δική του προσωπική ιστορία – όταν η μητέρα του πέθαινε, πάσχιζε να εξηγήσει στα παιδιά του τί συνέβαινε και τότε η ίδια η μητέρα του βοήθησε με μια συμβουλή της: “Κλάψε, Καρδιά, αλλά ποτέ μην σπάσεις.” Ήταν ο τρόπος της να βεβαιώσει τα παιδιά ότι είναι καλύτερο να επιτρέπουμε, παρά να περιορίζουμε την βαθιά θλίψη της απώλειας, που μετά θα τυλιχτεί μέσα στην ολότητα της ζωής, η οποία θα συνεχίσει να ξετυλίγεται.
Η ιστορία ξεκινάει έξω από ένα “μικρό και αναπαυτικό σπίτι”, όπου κατοικούν τέσσερα παιδιά και η γιαγιά τους. Ο Χάρος έχει αφήσει το δρεπάνι του έξω από την πόρτα, επειδή δεν ήθελε να τρομάξει τα παιδιά, μια κίνηση απρόσμενης τρυφερότητας.

Μέσα στο σπίτι, κάθεται μαζί με τα παιδιά στο τραπέζι της κουζίνας, όπου μόνο το μικρότερο από όλα, η Leah, τολμάει να τον κοιτάξει στα μάτια.

(Το σπουδαίο με την εικονογράφηση της Pardi είναι ότι ακόμα και ο Χάρος δείχνει λυπημένος, σχεδόν απελπισμένος.)
Ενώ τα παιδιά ακούν τη γιαγιά τους να αναπνέει βαριά και με δυσκολία από τον επάνω όροφο, καταλαβαίνουν ότι ο Χάρος έχει έρθει γι΄αυτήν κι ότι δεν έχει πολύ χρόνο, προσπαθούν να τον καθυστερήσουν. Πιστεύοντας ότι ο Χάρος δουλεύει μόνο τη νύχτα, συνεχίζουν να του γεμίζουν διαρκώς το ποτήρι του με καφέ, μέχρι να έρθει το ξημέρωμα και υποχρεωθεί να φύγει.

Αλλά έρχεται η στιγμή που ο Χάρος φέρνει το κοκαλιάρικο του χέρι επάνω από το ποτήρι, δείχνοντας ότι ήρθε η ώρα. Τότε η Leah παίρνει το χέρι του στο δικό της και τον παρακαλάει να μην πάρει τη γιαγιά της.
Γιατί πρέπει να φύγει η γιαγιά;

“Λένε μερικοί ότι η καρδιά του Χάρου είναι νεκρή και μαύρη, σαν ένα κομμάτι κάρβουνο, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Κάτω από τον μανδύα του, η καρδιά του είναι τόσο κόκκινη όσο το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα και πάλλεται με την μεγαλύτερη αγάπη για την ζωή.”
Ο Χάρος που έχει κατακλύστεί από τη συμπάθειά του για τα παιδιά, αποφασίζει να τους πει μια ιστορία, για να μπορέσει να τους εξηγήσει γιατί ο θάνατος είναι κάτι φυσιολογικό και απαραίτητο.
-Σε μια κοιλάδα ζούσαν δύο αδελφοί, ο Sorrow και ο Grief, οι οποίοι περνούσαν τις ημέρες τους “αργά και βαριά” γιατί ποτέ δεν κοιτούσαν ψηλά, ποτέ δεν έβλεπαν πέρα από τις σκιές στις κορυφές των λόφων.”

Πέρα από αυτές τις σκιές, έμενα δύο αδελφές που τις έλεγαν Joy και Delight.

“Ήταν έξυπνες και λαμπερές και οι ημέρες τους ήταν γεμάτες ευτυχία. Υπήρχε μόνο μια σκιά, η αίσθηση ότι κάτι τους έλλειπε. Δεν γνώριζαν τί ήταν, αλλά ένιωθαν ότι δεν μπορούσαν να απολαύσουν ολοκληρωτικά την ευτυχία τους.”
Όσο ο Χάρος συνεχίζει αφηγείται, η Leah κουνάει το κεφάλι της, δείχνοντας να μαντεύει τί πρόκειται να γίνει στην ιστορία: τα αγόρια και τα κορίτσια συναντιούνται και ερωτεύονται. Δύο τέλεια ισορροπημένα ζευγάρια, Στενάχωρος (Sorrow) και Χαρά (Joy), Θλιμμένος (Grief) και Απόλαυση (Delight).

Λέει ο Χάρος: “Είναι το ίδιο με τη ζωή και το θάνατο…Τί θα άξιζε η ζωή εάν δεν υπήρχε ο θάνατος; Ποιος θα απολάμβανε τον ήλιο, εάν δεν έβρεχε ποτέ; Θα λαχταρούσες για την ημέρα, εάν δεν υπήρχε η νύχτα;”

Όταν τελικά ο Χάρος ξεκινάει να ανέβει τις σκάλες, το μικρότερο αγόρι σηκώνεται, για να τον εμποδίσει, αλλά ο μεγαλύτερος αδελφός του βάζει με θλίψη το χέρι του στον ώμο και τον αποθαρρύνει ήρεμα.

“Λίγα λεπτά αργότερα τα παιδιά άκουσαν το παράθυρο του επάνω ορόφου να ανοίγει. Και μετά, με μια φωνή κάπου ανάμεσα σε θρήνο και ψίθυρο, τον Χάρο να λέει: “Πέτα ψυχή. Πέτα, πέτα μακριά.”
Τρέχουν επάνω. Η γιαγιά έχει πεθάνει. Μια στιγμή μεγάλης στεναχώριας που εξελίχθηκε σε μια στιγμή θερμής γαλήνης.

-Οι κουρτίνες κουνιούνταν από το δροσερό πρωινό αεράκι. Κοιτώντας τα παιδιά, είπε ο Χάρος σιγανά: “Κλάψε, Καρδιά, αλλά ποτέ μην σπάσεις. Άσε τα δάκρυα της θλίψης και της στεναχώριας σου να βοηθήσουν να ξεκινήσει μια νέα ζωή.”
Μετά έφυγε.

“Ακόμη και αργότερα, όταν τα παιδιά άνοιγαν το παράθυρο, σκέφτονταν τη γιαγιά τους. Κι όταν το πρωινό αεράκι χάιδευε τα πρόσωπά τους, μπορούσαν να νιώσουν το άγγιγμά της.”

Μετάφραση – Προσαρμογή: Γεωργία Γεωργιάδου
ΠηγήBrainpickings

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου